1. Πάνε αρκετά χρόνια που η πατρίδα μας ζει με το δίλημμα «ή μνημόνια ή χρεοκοπία». Σε καθεστώς προστασίας από τους πιστωτές, με προστάτες αυτούς τους ίδιους και συνέπεια τον περιορισμό της κυριαρχίας μας. Μια αντιφατική κατάσταση με αρνητικές συνέπειες, που όλες και όλοι θέλουμε να τελειώσει. Μένει να δούμε πως και πότε μπορούμε να κάνουμε πραγματικότητα την πάνδημη επιθυμία μας «ούτε χρεοκοπία, ούτε μνημόνια». Στη πραγματικότητα, μιλάμε για την ομαλή έξοδο από το 3ο μνημόνιο, με τη λήξη του ή νωρίτερα.
2. Ξεκινάμε από το «πότε;» δεδομένου ότι συχνά υποτιμάμε την σημασία του χρόνου στη διαμόρφωση των συνθηκών της ζωής μας. Η σπατάλη του σε απονενοημένα διαβήματα και μικρά παιχνίδια έχει ήδη κοστίσει ανυπολόγιστα:
– οι αντοχές του λαού μετά από τις αλλεπάλληλες μειώσεις της αξιοπρέπειας, των δικαιωμάτων, των εισοδημάτων και των ελπίδων του αγγίζουν τα όρια τους.
– το ευρωπαϊκό περιβάλλον έγινε ρευστό και ασταθές, με την άκρα δεξιά να το επιβαρύνει με φαντάσματα του παρελθόντος
– το κατεστημένο της «παγκοσμιοποίησης» (του ιμπεριαλισμού δηλαδή), αμήχανο μπροστά στα αδιέξοδα τα οποία γέννησε η απληστία του, αμφισβητείται από άλλους φονταμενταλιστές και τσαρλατάνους («ριζοσπάστες» τους αποκαλεί με περισσή αναίδεια προς τον αναγκαίο όσο ποτέ ριζοσπαστισμό) και, συχνά, μετατρέπει την αστοχία του σε δεινά εκλογικά διλήμματα για μας.
Εφ όσον κάπως έτσι έχουν τα πράγματα, θεωρώ ότι το «Πότε;» έχει ήδη απαντηθεί: «ούτε χρεοκοπία, ούτε μνημόνια» τώρα!
3. «Πως;». Με την ευκαιρία της 2ης αξιολόγησης, μπορεί να γίνει το πρώτο βήμα: να ξεκαθαρίσουμε στους πιστωτές μας, όσο πιο καθαρά γίνεται, ότι λειτουργούμε στο πλαίσιο του «3ου μνημονίου», με σκοπό την αποφυγή της στάσης πληρωμών, αλλά και την ομαλή έξοδο από αυτό, το ταχύτερο δυνατόν και πάντως το αργότερο στη προβλεπόμενη λήξη του. Αποκλείοντας το ενδεχόμενο 4ου μνημονίου. Η θέση αυτή πρέπει να υποστηριχτεί ανοιχτά από τη κυβέρνηση και την αξιωματική, τουλάχιστον, αντιπολίτευση, χωρίς κούφιες αντιπαραθέσεις και υπονοούμενες, αλλά ανύπαρκτες, μαγικές λύσεις. Τα μνημόνια δεν καταργούνται ούτε με δήθεν ισοδύναμα, ούτε με ένα νόμο ενός άρθρου. Καταργούνται με ένα δικό μας σχέδιο, καλύτερο από αυτό που έχουν επιβάλλει οι πιστωτές. Δεύτερο βήμα να αποφύγουμε «ατύχημα» το καλοκαίρι του 2017, όχι όμως με αντίτιμο την αθέτηση της συμβατικής υποχρέωσης των πιστωτών μας να προχωρήσουν σε ελάφρυνση του δημοσίου χρέους μας. Αυτό αξιώνουν ουσιαστικά με τα ανέφικτα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα: «να εξυπηρετούμε το δημόσιο χρέος μας χωρίς ελάφρυνση». Τρίτο βήμα να προγραμματίσουμε και να αρχίσουμε την εφαρμογή του δικού μας σχεδίου μέσα στο 2017, καθώς και τις αποδείξεις ότι αφορά σε ένα πρόγραμμα πιο ρεαλιστικό, πιο αποδοτικό, πιο θετικό για την Ελλάδα, την Ευρώπη και το κοινό νόμισμα από όσα επέβαλλαν οι πιστωτές μας, μέχρι σήμερα. Τις αποδείξεις του αυτονόητου, δηλαδή, ότι η συνεπής δημοσιονομική προσαρμογή δεν υπηρετείται από αλλεπάλληλες και σπασμωδικές περικοπές μισθών και συντάξεων, φορολογικές επιβαρύνσεις και αυξήσεις ασφαλιστικών εισφορών, αλλά από τομές με μόνιμα θετικά αποτελέσματα σε βάθος χρόνου. Τομές οι οποίες δεν αποσταθεροποιούν την ζωή των συμπατριωτών μας και, ταυτοχρόνως, δημιουργούν τις απαραίτητες εγγυήσεις ώστε να μείνουν οι νέοι άνθρωποι στη πατρίδα. Στο πλαίσιο αυτό, είναι απολύτως απαραίτητα τα ακόλουθα:
– η περιγραφή του έργου το οποίο παράγει το κράτος και των οργάνων με τα οποία το πραγματοποιεί με το χαμηλότερο δυνατό κόστος και την μεγαλύτερη δυνατή απόδοση. Και η μετάβαση από τα σημερινά δεδομένα στο επιθυμητό σχήμα. Αυτό το βήμα μπορεί να σχεδιαστεί με τη συνδρομή του ΕΚΔΔ και το πλαίσιο του να νομοθετηθεί μέσα στο 2017, με μεγάλη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Με την ρήτρα ότι κάθε μελλοντική αλλαγή στο κράτος μπορεί να αποφασίζεται μόνο με αυξημένες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες.
– η νομοθετική (και συνταγματική, γιατί όχι;) δέσμευση ότι ενδεχόμενος μελλοντικός εξωτερικός δανεισμός της χώρας έχει ως αποκλειστικούς σκοπούς είτε την πραγματοποίηση δημοσίων επενδύσεων, είτε την ελάφρυνση του δημοσίου χρέους.
– για τους εισερχόμενους στην εργασία, ένα βιώσιμο, ανταποδοτικό σύστημα κύριας κοινωνικής ασφάλισης, με ισότητα μεταχείρισης των ασφαλισμένων, με χρηματοδότηση, πέρα από τις εισφορές, από «ανόργανα» δημόσια έσοδα: μερίσματα από κέρδη δημοσίων επιχειρήσεων, από εκμετάλλευση ενεργειακών κοιτασμάτων και από την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας. Οι αναγκαίες αναλογιστικές μελέτες και η νομοθετική κύρωση του συστήματος αυτού μπορούν να γίνουν πριν τη λήξη του 3ου μνημονίου.
Με τις τρεις αυτές τομές, αποκτά αξία η διαβεβαίωση «όχι άλλοι φόροι, όχι άλλες περικοπές, όχι άλλες αυξήσεις ασφαλιστικών εισφορών». Και μεταξύ μας, αλλά και απέναντι στους πιστωτές μας. Ανοίγει ο δρόμος για την ομαλή έξοδο από τα μνημόνια. Νομιμοποιούνται αξιώσεις από τη πλευρά μας: η άρση της υποθήκης επί της δημόσιας περιουσίας, ώστε να επιστρέψουμε στις αγορές με «ομόλογα κατά τις ανεργίας» με εμπράγματες εγγυήσεις, συνοδευτικές επενδυτικές προτάσεις και, φυσικά, χαμηλά επιτόκια. Και η άρση των capital controls, με μια τουλάχιστον «συστημική» τράπεζα υπό δημόσιο έλεγχο. Ναι, αυτή είναι βάση για ουσιαστική διαπραγμάτευση.
4. Με ένα τέτοιο σχέδιο αντιμετωπίζονται πολύ πιο αποτελεσματικά τα μεγάλα προβλήματα των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, του δημοσίου χρέους και της τραπεζικής αστάθειας που οδήγησαν στα πρόθυρα της στάσης πληρωμών, στα μνημόνια και τον φαύλο κύκλο τους. Ασφαλώς το πρόγραμμά αυτό, είναι αναγκαίο να συμπληρωθεί με μεγάλες αλλαγές: την επιτάχυνση της επίλυσης των διαφορών, εξωδικαστικά και δικαστικά. Την εύκολη πρόσβαση στις φροντίδες του ΕΣΥ. Την οικονομική και διοικητική αυτοτέλεια Δήμων και Κοινοτήτων. Και, ασφαλώς, τον αναπροσανατολισμό της δημόσιας εκπαίδευσης από το δημοτικό σχολείο, ώστε να εξοικειώνει τα παιδιά μας με τον κοινό μας τόπο, όπως πρόκειται να διαμορφωθεί.
5. Με το δικό μας σχέδιο, το «Ούτε χρεοκοπία, ούτε μνημόνια» μετασχηματίζεται από επιθυμία σε πολιτική. Στην πραγματικότητα, σε μια ΚΟΚΚΙΝΗ ΓΡΑΜΜΗ ΜΕ ΤΟ ΚΑΚΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ. Άφησα σκοπίμως αναπάντητο το μεγάλο ερώτημα: έχει το κατεστημένο μας (κομματικό και άλλο) την ωριμότητα να μην εμποδίσει ένα τέτοιο σχέδιο ανέλπιστης ελπίδας; Αντέχουν οι κοινοβουλευτικές δυνάμεις να προωθήσουν το αναγκαίο νομοθετικό έργο; Να αναμετρηθούν με την απελπισία, το φόβο, την απραξία και τον τυχοδιωκτισμό; Την απάντηση καλούνται να δώσουν οι ίδιες.
0 Comments