Εκλέχτηκα για πρώτη φορά βουλευτής το 1996, με το ΠΑΣΟΚ στην εκλογική περιφέρεια της Α Αθήνας. Μια δικαίωση, μετά την περιπέτεια του αποκλεισμού μου στις προηγούμενες εκλογές, λόγω της δήλωσής μου για την φορολόγηση των κερδών από ομόλογα και repos.
Στην πρώτη μου αυτή θητεία, διατέλεσα Γραμματέας της Επιτροπής Εξωτερικών και Άμυνας, Πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας Φιλίας με την Ρωσία, μέλος της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας και μέλος της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Βουλής.
Πέρα από τα τυπικά καθήκοντά μου, δεν παρέλειπα, σε κάθε σημαντικό πολιτικό θέμα, να διατυπώνω καθαρά την θέση μου. Αυτή μου η στάση, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν γίνονταν εύκολα αποδεκτή. Με τους αείμνηστους (αλφαβητικά) Λευτέρη Βερυβάκη, Γιάννη Καψή, Αναστάση Πεπονή, Γιάννη Χαραλαμπόπουλο και άλλους συναδέλφους “βαφτιστήκαμε” εσωκομματική αντιπολίτευση ώστε να τεθούμε στο περιθώριο.
Έτσι, το 1997, ασκώντας κριτική στο κοινό ανακοινωθέν της Μαδρίτης, υποστήριξα ότι η εξομάλυνση των σχέσεων μας την Τουρκία μπορεί να προκύψει μόνον με βάση την διεθνή νομιμότητα και όχι ως αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων. Και, παρά τις πρώτες αντιδράσεις, στη βάση της θέσης μου αυτής, πετύχαμε τελικά την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Προηγουμένως, και από την αρχή, είχα υπάρξει επικριτικός απέναντι στην συνθήκη του Μάαστριχτ. Υποστήριξα και υποστηρίζω ότι οι ορίζοντες της ευρωπαϊκής ενοποίησης πρέπει είναι πολύ ευρύτεροι από μια οικονομική και νομισματική ένωση. Από το 1996, και μετά τον περιορισμό και αυτής της ΟΝΕ σε ζώνη κοινού νομίσματος με ονομαστικά κριτήρια, υποστήριξα ότι το αποτέλεσμα θα είναι αρνητικό για τις ευρωπαϊκές οικονομίες και κοινωνίες. Στην θέση της «ονομαστικής σύγκλισης» του Σύμφωνου Σταθερότητας υποστήριξα από τότε «πραγματική σύγκλιση και ενιαία οικονομική πολιτική».
Ειδικότερα για τα δικά μας πράγματα, η εκτίμηση μου ήταν ότι, πέρα από την υιοθέτηση ονομαστικών στόχων (αύξηση ΑΕΠ, μείωση πληθωρισμού κ.α.), προτεραιότητα έχει η οικονομική και κοινωνική πρόοδος και η, μέσω αυτής, αντιμετώπιση των λαϊκών προβλημάτων.
Στάθηκα θετικά ως προς τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Λισσαβόνας (23/24 Μαρτίου 2000) για την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής στο πλαίσιο μιας οικονομίας βασισμένης στην γνώση, προτεραιότητα η οποία όμως εγκαταλείφθηκε πριν ουσιαστικά επιχειρηθεί. Και υποστήριξα -και υποστηρίζω σταθερά- ότι οι δημόσιες επενδύσεις στις χώρες της ζώνης του Ευρώ πρέπει να εξαιρούνται από τον υπολογισμό του δημοσιονομικού ελλείμματος.
-Το 2001, σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 7 του Καταστατικού του ΠΑΣΟΚ, πρωτοστάτησα στην ίδρυση του ρεύματος των Ελλήνων Σοσιαλιστών.
-Το 2004 τάχθηκα κατά του σχεδίου Ανάν.
-Το 2005 τάχθηκα κατά του Σχεδίου Συντάγματος για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
-Το 2006 τάχθηκα κατά της αναθεώρησης του άρθρου 16 του Συντάγματος.
Ήξερα εξ αρχής ότι ο δρόμος μου ήταν δύσβατος. Δεν δίστασα και δεν έχω μετανοήσει που τον επέλεξα. Και έτσι, συνεχίζοντας να δίνω ανελλιπώς το “παρών” στον δημόσιο χώρο με ίδια μέσα, όλη την δεκαετία του 2000…
…εκλέχτηκα πάλι βουλευτής το 2009, πάντα με το ΠΑΣΟΚ στην Α’ Αθήνας. Συμμετείχα στις Διαρκείς Επιτροπές Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων, Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης, Επιτροπή Εξοπλιστικών Προγραμμάτων και Συμβάσεων, Επιτροπή Οικονομικών της Βουλής, Διακομματική Επιτροπή για τη μελέτη του μεταναστευτικού ζητήματος και στην Εξεταστική Επιτροπή για τη διερεύνηση της υπόθεσης SIEMENS…
…ενώ το 2010 συμμετείχα στη Επιτροπή Προώθησης του Ευρωομολόγου.
Τον Μάρτιο του 2011, μιλώντας στην Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Βουλής, άσκησα κριτική στο 1ο Μνημόνιο, θεωρώντας ότι ούτε η συνταγή του ήταν κατάλληλη, ούτε “έβγαιναν τα νούμερα” του. Πρότεινα την υποκατάστασή του με χρηματοδότηση από τον Μόνιμο Μηχανισμό Στήριξης, στο πλαίσιο ενός προγράμματος με σκοπούς όχι μόνο την δημοσιονομική πειθαρχία, αλλά και την απομείωση του δημοσίου χρέους και της στήριξης του τραπεζικού μας συστήματος.
Η θέση μου αυτή υιοθετήθηκε με την μετάβαση από το 1ο στο 2ο μνημόνιο η οποία και οδήγησε σε κυβερνητικό ανασχηματισμό και εμένα στην θέση του Αναληρωτή Υπουργού Οικονομικών. Άκουσα τότε τα “μύρια όσα” για, δήθεν, μετάλλαξή μου από “αντιμνημονιακός” σε “μνημονιακός”. Το βέβαιον είναι ότι με την υπουργοποίησή μου έληξε πρόωρα η δεύτερη κοινοβουλευτική μου θητεία.
Από την δουλειά μου στην Βουλή, θυμάμαι πάντα την επίκαιρη ερώτηση (23-2-2010) προς τους υπουργούς Παιδείας, Πολιτισμού και Προστασίας του Πολίτη για την εγκληματικότητα στην Αθήνα, την επίκαιρη ερώτηση (5-7 2010) στον Υπουργό Οικονομικών για τον αφελληνισμό του ΟΤΕ, τις μάχες του 2010 και 2011 στην Επιτροπή για το Μεταναστευτικό, την επίκαιρη ερώτηση (23-2-2011) στον Υπουργό Πολιτισμού για τον χουλιγκανισμό, την επίκαιρη ερώτηση (8-3-2011) στο Υπουργό Δικαιοσύνης για τον εξανθρωπισμό του σωφρονισμού των ανηλίκων.
Και, από την πρώτη μου θητεία, μία σειρά από ερωτήσεις μεταξύ των οποίων αυτές οι οποίες αφορούσαν στην αντιμετώπιση της μάστιγας των τροχαίων ατυχημάτων, την υποβάθμιση του ελληνικού ποδοσφαίρου, την ανάγκη πιο γρήγορης και αποτελεσματικής απονομής της Δικαιοσύνης, την φορολογική ελάφρυνση των οικονομικά ασθενών οικογενειών με στρατευμένα παιδιά, την μη αύξηση της τιμής του νερού και την κάλυψη των ομοιοπαθητικών φαρμάκων από τους ασφαλιστικούς οργανισμούς.
Πρωτοβουλίες στην Βουλή ανέλαβα και για τα προβλήματα της πόλης μας, της Αθήνας. Ζήτησα από την κυβέρνηση να καταργηθούν τα παρκόμετρα καθώς και τα τέλη και τα πρόστιμα σε χώρους όπου επιτρέπεται η στάθμευση, να επισπευσθεί η αποπεράτωση του Δικαστικού Μεγάρου, να επιταχυνθεί η ανέγερση της γέφυρας Ροσινιόλ και να μην κτιστεί το ΚΑΠΑΨ στους Άνω Αμπελόκηπους: όλα αυτά με θετική κατάληξη!
Αν κάτι έχω συμπεράνει από τη δουλειά μου ως βουλευτή είναι ότι η Βουλή μπορεί, σχετικά εύκολα, να γίνει ξανά βασικό στήριγμα της Δημοκρατίας μας, αρκεί να υπερπηδήσουμε δύο εμπόδια: την αποστέρηση του κοινοβουλίου από την νομοθετική πρωτοβουλία στο κοινοβούλιο και την δική μας ευκολία όταν επιλέγουμε τους εκπροσώπους μας!
0 Comments